πλαταγισμός

πλαταγισμός
ο, Ν
1. πλατάγισμα, κρότος
2. (ακουστ.) φαινόμενο που δημιουργείται κατά την αναπαραγωγή τού ήχου καί κατά το οποίο ο κυρίως ήχος συνοδεύεται από άλλους ανεπιθύμητους ήχους, οφειλόμενους σε ανωμαλίες λειτουργίας τής αντίστοιχης συσκευής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Καθημερινή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλαταγισμός — ο βλ. πλατάγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”